κυρίλλιον

κυρίλλιον
κυρίλλιον
narrow-necked jug
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κυρίλλιον — κυρίλλιον, τὸ (Α) στενόλαιμο αγγείο από το οποίο το υγρό βγαίνει με χαρακτηριστικό ήχο, αλλ. βομβύλιος …   Dictionary of Greek

  • κορίλλων — κορίλλων, ὁ (Μ) κατασκευαστής πήλινων σκευών, λαγηνιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αμάρτυρο *κυρίλλος ή *κυριλλός «πήλινο δοχείο», τού οποίου μαρτυρείται το υποκορ. κυρίλλιον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”